ηλεκτροτυπικός

ηλεκτροτυπικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτυπία (βλ. λ.), που γίνεται κατά την ηλεκτροτυπία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ηλεκτροτυπικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ηλεκτροτυπία 2. αυτός που γίνεται κατά την ηλεκτροτυπία. επίρρ... ηλεκτροτυπικώς ή ά με ηλεκτροτυπικό τρόπο …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρ(ο)- — α συνθετικό λέξεων το οποίο δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται, προέρχεται, κινείται με ηλεκτρισμό ή αναφέρεται σ αυτόν (π.χ. ηλεκτρομηχανή, ηλεκτραγωγός, ηλεκτροχημεία κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων, που ανάγονται κανονικώς σε ξένες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”